Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assimilatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [assimilaˈtore]

1 απορροφητικός
2 αφομοιωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assimilativo assimilazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assillo (ουσ αρσ )
assimilabile (επίθ.)
assimilabilità (θηλ.ουσ)
assimilare (ρ. μτβ.)
assimilativo (επίθ.)
assimilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
assimilazione (θηλ.ουσ)
assiolo (ουσ αρσ )
assioma (ουσ αρσ )
assiomatico (επίθ.)
assiometro (ουσ αρσ )
Assiria (θηλ.ουσ)
assiriologia (θηλ.ουσ)
assiriologo (ουσ αρσ )
assiro (ουσ αρσ )
assiro (επίθ.)
assirobabilonese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assisa (θηλ.ουσ)
assise (θηλ.ουσ)
assiso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---