Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assìllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈsillo]

1 σκοτούρα
2 ενόχληση
3 έγνοια
4 μπελάς
5 μπούμπουρας γένους asilidae
6 αλογόμυγα
7 αγκάθι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assillare assimilabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assiepamento (ουσ αρσ )
assiepare (ρ. μτβ.)
assieparsi (ρ. μ. αμτβ.)
assillante (επίθ.)
assillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assillo (ουσ αρσ )
assimilabile (επίθ.)
assimilabilità (θηλ.ουσ)
assimilare (ρ. μτβ.)
assimilativo (επίθ.)
assimilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
assimilazione (θηλ.ουσ)
assiolo (ουσ αρσ )
assioma (ουσ αρσ )
assiomatico (επίθ.)
assiometro (ουσ αρσ )
Assiria (θηλ.ουσ)
assiriologia (θηλ.ουσ)
assiriologo (ουσ αρσ )
assiro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---