Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assìro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈsiro]

Ασσύριος

assìro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [asˈsiro]

ασσυριακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assiriologo assirobabilonese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assiomatico (επίθ.)
assiometro (ουσ αρσ )
Assiria (θηλ.ουσ)
assiriologia (θηλ.ουσ)
assiriologo (ουσ αρσ )
assiro (ουσ αρσ )
assiro (επίθ.)
assirobabilonese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assisa (θηλ.ουσ)
assise (θηλ.ουσ)
assiso (επίθ.)
assistentato (ουσ αρσ )
assistente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assistenza (θηλ.ουσ)
assistenziale (επίθ.)
assistenziario (ουσ αρσ )
assistere (ρ.αμτβ.)
assistere (ρ. μτβ.)
assistito (αρσ. επίθ και ουσ)
assito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---