Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assistènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [assisˈtɛnte]

ο βοηθός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assistentato assistenza  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


assistente [αρσ.] di volo = η αεροσυνοδός || assistente [αρσ.] sociale = ο κοινωνικός λειτουργός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assirobabilonese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assisa (θηλ.ουσ)
assise (θηλ.ουσ)
assiso (επίθ.)
assistentato (ουσ αρσ )
assistente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assistenza (θηλ.ουσ)
assistenziale (επίθ.)
assistenziario (ουσ αρσ )
assistere (ρ.αμτβ.)
assistere (ρ. μτβ.)
assistito (αρσ. επίθ και ουσ)
assito (ουσ αρσ )
asso (ουσ αρσ )
associabile (επίθ.)
associabilità (θηλ.ουσ)
associare (ρ. μτβ.)
associarsi (ρ. μ. αμτβ.)
associativo (επίθ.)
associato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---