Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


associabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [assoʧabiliˈta]

ιδιότητα του συνεργάσιμου ή του συνδυάσιμου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  associabile associare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assistere (ρ. μτβ.)
assistito (αρσ. επίθ και ουσ)
assito (ουσ αρσ )
asso (ουσ αρσ )
associabile (επίθ.)
associabilità (θηλ.ουσ)
associare (ρ. μτβ.)
associarsi (ρ. μ. αμτβ.)
associativo (επίθ.)
associato (ουσ αρσ )
associato (επίθ.)
associazione (θηλ.ουσ)
assodamento (ουσ αρσ )
assodare (ρ. μτβ.)
assodarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assoggettabile (επίθ.)
assoggettamento (ουσ αρσ )
assoggettare (ρ. μτβ.)
assoggettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---