Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


associàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [assoˈʧare]

1 συνδυάζω
2 εκλέγω κάποιον ως μέλος
3 ενσωματώνω
4 συναναστρέφομαι
5 συνδέομαι
6 συνδέω

associàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [assoˈʧarsi]

1 συνεργάζομαι
2 συμμετέχω
3 συνεταιρίζομαι
4 συμμαχώ
5 συνδέομαι
6 ενώνομαι
7 ενσωματώνομαι
8 γίνομαι μέλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  associabilità associativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assistito (αρσ. επίθ και ουσ)
assito (ουσ αρσ )
asso (ουσ αρσ )
associabile (επίθ.)
associabilità (θηλ.ουσ)
associare (ρ. μτβ.)
associarsi (ρ. μ. αμτβ.)
associativo (επίθ.)
associato (ουσ αρσ )
associato (επίθ.)
associazione (θηλ.ουσ)
assodamento (ουσ αρσ )
assodare (ρ. μτβ.)
assodarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assoggettabile (επίθ.)
assoggettamento (ουσ αρσ )
assoggettare (ρ. μτβ.)
assoggettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assolato (επίθ.)
assolcare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---