Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assoggettaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [assodʤettaˈmento]

1 προσκύνημα
2 παράδοση
3 υποδούλωση
4 υποταγή
5 υπακοή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assoggettabile assoggettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

associazione (θηλ.ουσ)
assodamento (ουσ αρσ )
assodare (ρ. μτβ.)
assodarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assoggettabile (επίθ.)
assoggettamento (ουσ αρσ )
assoggettare (ρ. μτβ.)
assoggettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assolato (επίθ.)
assolcare (ρ. μτβ.)
assoldare (ρ. μτβ.)
assolo (αρσ. επίθ και ουσ)
assolutamente (επίρ.)
assolutezza (θηλ.ουσ)
assolutismo (ουσ αρσ )
assolutista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assolutistico (επίθ.)
assoluto (ουσ αρσ )
assoluto (επίθ.)
assolutore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---