Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assolutìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [assoluˈtizmo]

1 δικτατορία
2 ολοκληρωτισμός
3 δεσποτισμός
4 απολυταρχία
5 απολυταρχισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assolutezza assolutista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assolcare (ρ. μτβ.)
assoldare (ρ. μτβ.)
assolo (αρσ. επίθ και ουσ)
assolutamente (επίρ.)
assolutezza (θηλ.ουσ)
assolutismo (ουσ αρσ )
assolutista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assolutistico (επίθ.)
assoluto (ουσ αρσ )
assoluto (επίθ.)
assolutore (ουσ αρσ )
assolutorio (επίθ.)
assoluzione (θηλ.ουσ)
assolvere (ρ. μτβ.)
assolvimento (ουσ αρσ )
assomigliante (επίθ.)
assomigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assomigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assommare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assonante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---