Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assommàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [assomˈmare]

1 συμποσούμαι
2 ανέρχομαι (για ποσό)
3 αθροίζω
4 συνδυάζω
5 προσθέτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assomigliarsi assonante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assolvere (ρ. μτβ.)
assolvimento (ουσ αρσ )
assomigliante (επίθ.)
assomigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assomigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assommare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assonante (επίθ.)
assonanza (θηλ.ουσ)
assonnacchiato (αρσ. επίθ και ουσ)
assonnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assonnato (επίθ.)
assonometria (θηλ.ουσ)
assonometrico (επίθ.)
assopimento (ουσ αρσ )
assopire (ρ. μτβ.)
assopirsi (ρ. μ. αμτβ.)
assopito (επίθ.)
assorbente (ουσ αρσ )
assorbente (επίθ.)
assorbibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---