Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassorbènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [assorˈbɛnte] 1 (pannolino) η σερβιέτα 2 (tampax) το ταμπόν assorbènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [assorˈbɛnte] απορροφητικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |