Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assorbènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [assorˈbɛnte]

1 (pannolino) η σερβιέτα
2 (tampax) το ταμπόν

assorbènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [assorˈbɛnte]

απορροφητικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assopito assorbibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assonometrico (επίθ.)
assopimento (ουσ αρσ )
assopire (ρ. μτβ.)
assopirsi (ρ. μ. αμτβ.)
assopito (επίθ.)
assorbente (ουσ αρσ )
assorbente (επίθ.)
assorbibile (επίθ.)
assorbimento (ουσ αρσ )
assorbire (ρ. μτβ.)
assorbitore (ουσ αρσ )
assordamento (ουσ αρσ )
assordante (επίθ.)
assordare (ρ. μτβ.)
assordimento (ουσ αρσ )
assordire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assortimento (ουσ αρσ )
assortire (ρ. μτβ.)
assortito (επίθ.)
assortitura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---