ItalianoGreco


assortiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [assortiˈmento]

1 συλλογή
2 συναρμολόγηση
3 ποικιλία
4 ταξινόμηση
5 εκλογή
6 επιλογή
7 ποικιλότητα
8 σετ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---