Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assuefazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [assuefatˈtsjone]

1 συνήθεια
2 ανοχή
3 σκληραγώγηση
4 εθισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assuefarsi assumere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assottigliamento (ουσ αρσ )
assottigliare (ρ. μτβ.)
assottigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assuefare (ρ. μτβ.)
assuefarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assuefazione (θηλ.ουσ)
assumere (ρ. μτβ.)
assunta (θηλ.ουσ)
assunto (ουσ αρσ )
assuntore (ουσ αρσ )
assuntore (επίθ.)
assunzione (θηλ.ουσ)
assurdità (θηλ.ουσ)
assurdo (ουσ αρσ )
assurdo (επίθ.)
assurgere (ρ.αμτβ.)
asta (θηλ.ουσ)
astaco (ουσ αρσ )
astante (ουσ αρσ και θηλ.)
astante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---