Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassuefazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [assuefatˈtsjone] 1 συνήθεια 2 ανοχή 3 σκληραγώγηση 4 εθισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |