Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàsta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈasta] δημοπρασία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsalto [αρσ.] con l'asta = το άλμα επί κοντώ || vendita [θηλ.] all'asta = η πώληση με πλειστηριασμό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |