Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


astensióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [astenˈsjone]

1 εγκράτεια
2 αποχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  astenico astensionismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

astemio (ουσ αρσ )
astemio (επίθ.)
astenersi (ρ. μ. αμτβ.)
astenia (θηλ.ουσ)
astenico (αρσ. επίθ και ουσ)
astensione (θηλ.ουσ)
astensionismo (ουσ αρσ )
astensionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
astenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
aster (ουσ αρσ )
astergere (ρ. μτβ.)
asteria (θηλ.ουσ)
asterisco (ουσ αρσ )
asterismo (ουσ αρσ )
asteroide (ουσ αρσ )
astersione (θηλ.ουσ)
astersivo (επίθ.)
asticciola (θηλ.ουσ)
astice (ουσ αρσ )
astigmatico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---