ItalianoGreco


asticciòla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [astitˈʧɔla]

1 άξονας
2 ράβδος
3 κοντυλοφόρος
4 άξονας
5 παλούκι
6 λαβή
7 αξονίσκος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---