Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àstio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈastjo]

1 μνησικακία
2 έχθρα
3 προσβολή
4 εχθρότητα
5 αίσθημα βαθύ κακεντρέχειας
6 φθόνος
7 κακία
8 μοχθηρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  astinenza astiosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

astigmatico (αρσ. επίθ και ουσ)
astigmatismo (ουσ αρσ )
astilo (επίθ.)
astinente (επίθ.)
astinenza (θηλ.ουσ)
astio (ουσ αρσ )
astiosità (θηλ.ουσ)
astioso (επίθ.)
astista (ουσ αρσ και θηλ.)
astore (ουσ αρσ )
astragalo (ουσ αρσ )
astrakan (ουσ αρσ )
astrale (επίθ.)
astrarre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
astrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
astrattamente (επίρ.)
astrattezza (θηλ.ουσ)
astrattismo (ουσ αρσ )
astrattista (ουσ αρσ και θηλ.)
astrattista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---