Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàstio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈastjo] 1 μνησικακία 2 έχθρα 3 προσβολή 4 εχθρότητα 5 αίσθημα βαθύ κακεντρέχειας 6 φθόνος 7 κακία 8 μοχθηρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |