Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


astrattìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [astratˈtizmo]

1 ανεικονική τέχνη
2 αφηρημένη ιδέα ή τέχνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  astrattezza astrattista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

astrale (επίθ.)
astrarre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
astrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
astrattamente (επίρ.)
astrattezza (θηλ.ουσ)
astrattismo (ουσ αρσ )
astrattista (ουσ αρσ και θηλ.)
astrattista (επίθ.)
astrattivo (επίθ.)
astratto (ουσ αρσ )
astratto (επίθ.)
astrazione (θηλ.ουσ)
astro (ουσ αρσ )
astrobiologia (θηλ.ουσ)
astrobiologico (επίθ.)
astrobiologo (ουσ αρσ )
astrochimico (ουσ αρσ )
astrodinamica (θηλ.ουσ)
astrodinamico (επίθ.)
astrofisica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---