Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόastrazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [astratˈtsjone] 1 αφηρημένη έννοια 2 αφηρημάδα 3 αφαίρεση 4 αμέλεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |