Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόastràtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [asˈtratto] 1 ουσία απαλλαγμένη από στολίδια 2 ουσία astràtto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [asˈtratto] αφηρημένος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαarte [αρσ.] astratta = η αφηρημένη τέχνη Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |