Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


astigmàtico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [astigˈmatiko]

αστιγματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  astice astigmatismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asteroide (ουσ αρσ )
astersione (θηλ.ουσ)
astersivo (επίθ.)
asticciola (θηλ.ουσ)
astice (ουσ αρσ )
astigmatico (αρσ. επίθ και ουσ)
astigmatismo (ουσ αρσ )
astilo (επίθ.)
astinente (επίθ.)
astinenza (θηλ.ουσ)
astio (ουσ αρσ )
astiosità (θηλ.ουσ)
astioso (επίθ.)
astista (ουσ αρσ και θηλ.)
astore (ουσ αρσ )
astragalo (ουσ αρσ )
astrakan (ουσ αρσ )
astrale (επίθ.)
astrarre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
astrarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---