Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόastigmàtico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [astigˈmatiko] αστιγματικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |