Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


astèmio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈtɛmjo]

άνθρωπος απέχων από οινοπνευματώδη

astèmio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [asˈtɛmjo]

που δεν πίνει οινοπνευματώδη ποτά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  astanteria astenersi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asta (θηλ.ουσ)
astaco (ουσ αρσ )
astante (ουσ αρσ και θηλ.)
astante (επίθ.)
astanteria (θηλ.ουσ)
astemio (ουσ αρσ )
astemio (επίθ.)
astenersi (ρ. μ. αμτβ.)
astenia (θηλ.ουσ)
astenico (αρσ. επίθ και ουσ)
astensione (θηλ.ουσ)
astensionismo (ουσ αρσ )
astensionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
astenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
aster (ουσ αρσ )
astergere (ρ. μτβ.)
asteria (θηλ.ουσ)
asterisco (ουσ αρσ )
asterismo (ουσ αρσ )
asteroide (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---