ItalianoGreco


astèmio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈtɛmjo]

άνθρωπος απέχων από οινοπνευματώδη

astèmio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [asˈtɛmjo]

που δεν πίνει οινοπνευματώδη ποτά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---