Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassùrdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [asˈsurdo] 1 ανοησία 2 παραλογισμός assùrdo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [asˈsurdo] παράλογος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |