Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assunzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [assunˈtsjone]

1 ανάληψη (γιορτή της αναλήψεως)
2 ανέβασμα
3 αποδοχή εντολής
4 αναδοχή
5 απόδυση
6 απόληψη
7 αναρρίχηση
8 άνοδος
9 πρόσληψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assuntore assurdità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assumere (ρ. μτβ.)
assunta (θηλ.ουσ)
assunto (ουσ αρσ )
assuntore (ουσ αρσ )
assuntore (επίθ.)
assunzione (θηλ.ουσ)
assurdità (θηλ.ουσ)
assurdo (ουσ αρσ )
assurdo (επίθ.)
assurgere (ρ.αμτβ.)
asta (θηλ.ουσ)
astaco (ουσ αρσ )
astante (ουσ αρσ και θηλ.)
astante (επίθ.)
astanteria (θηλ.ουσ)
astemio (ουσ αρσ )
astemio (επίθ.)
astenersi (ρ. μ. αμτβ.)
astenia (θηλ.ουσ)
astenico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---