Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassurdità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [assurdiˈta] 1 παραλογισμός 2 αβελτηρία 3 μωρία 4 ανοησία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |