Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assortitùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [assortiˈtura]

ταξινόμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assortito assottigliamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assordimento (ουσ αρσ )
assordire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assortimento (ουσ αρσ )
assortire (ρ. μτβ.)
assortito (επίθ.)
assortitura (θηλ.ουσ)
assottigliamento (ουσ αρσ )
assottigliare (ρ. μτβ.)
assottigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assuefare (ρ. μτβ.)
assuefarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assuefazione (θηλ.ουσ)
assumere (ρ. μτβ.)
assunta (θηλ.ουσ)
assunto (ουσ αρσ )
assuntore (ουσ αρσ )
assuntore (επίθ.)
assunzione (θηλ.ουσ)
assurdità (θηλ.ουσ)
assurdo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---