Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assopìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [assoˈpito]

1 νυσταλέος
2 μισοκοιμισμένος
3 υπναλέος
4 νυσταγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assopirsi assorbente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assonometria (θηλ.ουσ)
assonometrico (επίθ.)
assopimento (ουσ αρσ )
assopire (ρ. μτβ.)
assopirsi (ρ. μ. αμτβ.)
assopito (επίθ.)
assorbente (ουσ αρσ )
assorbente (επίθ.)
assorbibile (επίθ.)
assorbimento (ουσ αρσ )
assorbire (ρ. μτβ.)
assorbitore (ουσ αρσ )
assordamento (ουσ αρσ )
assordante (επίθ.)
assordare (ρ. μτβ.)
assordimento (ουσ αρσ )
assordire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assortimento (ουσ αρσ )
assortire (ρ. μτβ.)
assortito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---