Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assonnàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [assonˈnare]

1 νανουρίζω
2 νυστάζω
3 στέλνω για ύπνο
4 βάζω για ύπνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assonnacchiato assonnato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assomigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assommare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assonante (επίθ.)
assonanza (θηλ.ουσ)
assonnacchiato (αρσ. επίθ και ουσ)
assonnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assonnato (επίθ.)
assonometria (θηλ.ουσ)
assonometrico (επίθ.)
assopimento (ουσ αρσ )
assopire (ρ. μτβ.)
assopirsi (ρ. μ. αμτβ.)
assopito (επίθ.)
assorbente (ουσ αρσ )
assorbente (επίθ.)
assorbibile (επίθ.)
assorbimento (ουσ αρσ )
assorbire (ρ. μτβ.)
assorbitore (ουσ αρσ )
assordamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---