Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassonnacchiàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [assonnakˈkjato] 1 νυσταγμένος 2 μισοκοιμισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |