Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assonnàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [assonˈnato]

νυσταφμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assonnare assonometria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assommare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assonante (επίθ.)
assonanza (θηλ.ουσ)
assonnacchiato (αρσ. επίθ και ουσ)
assonnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assonnato (επίθ.)
assonometria (θηλ.ουσ)
assonometrico (επίθ.)
assopimento (ουσ αρσ )
assopire (ρ. μτβ.)
assopirsi (ρ. μ. αμτβ.)
assopito (επίθ.)
assorbente (ουσ αρσ )
assorbente (επίθ.)
assorbibile (επίθ.)
assorbimento (ουσ αρσ )
assorbire (ρ. μτβ.)
assorbitore (ουσ αρσ )
assordamento (ουσ αρσ )
assordante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---