Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assomigliànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [assomiʎˈʎante]

1 παραπλήσιος
2 παρόμοιος
3 παρεμφερής
4 όμοιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assolvimento assomigliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assolutore (ουσ αρσ )
assolutorio (επίθ.)
assoluzione (θηλ.ουσ)
assolvere (ρ. μτβ.)
assolvimento (ουσ αρσ )
assomigliante (επίθ.)
assomigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assomigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assommare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assonante (επίθ.)
assonanza (θηλ.ουσ)
assonnacchiato (αρσ. επίθ και ουσ)
assonnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assonnato (επίθ.)
assonometria (θηλ.ουσ)
assonometrico (επίθ.)
assopimento (ουσ αρσ )
assopire (ρ. μτβ.)
assopirsi (ρ. μ. αμτβ.)
assopito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---