Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assolutòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [assoluˈtɔrjo]

1 απαλλακτικός
2 αθωωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assolutore assoluzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assolutista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assolutistico (επίθ.)
assoluto (ουσ αρσ )
assoluto (επίθ.)
assolutore (ουσ αρσ )
assolutorio (επίθ.)
assoluzione (θηλ.ουσ)
assolvere (ρ. μτβ.)
assolvimento (ουσ αρσ )
assomigliante (επίθ.)
assomigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assomigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assommare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assonante (επίθ.)
assonanza (θηλ.ουσ)
assonnacchiato (αρσ. επίθ και ουσ)
assonnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assonnato (επίθ.)
assonometria (θηλ.ουσ)
assonometrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---