Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassolutóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [assoluˈtore] 1 αυτός που αθωώνει ή συγχωρεί 2 απελευθερωτής 3 λυτρωτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |