Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassolutìstico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [assoluˈtistiko] 1 αυταρχικός 2 δεσποτικός 3 απολυταρχικός 4 δυναστικός 5 δικτατορικός 6 δυναστευτικός 7 φασιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |