Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assodàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [assoˈdare]

1 δυναμώνω
2 ισχυροποιώ
3 συγχωνεύω
4 ενισχύω
5 κραταιώνω
6 εδραιώνω
7 ενδυναμώνω

assodàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [assoˈdarsi]

1 δυναμώνω
2 ενισχύομαι
3 ισχυροποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assodamento assoggettabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

associativo (επίθ.)
associato (ουσ αρσ )
associato (επίθ.)
associazione (θηλ.ουσ)
assodamento (ουσ αρσ )
assodare (ρ. μτβ.)
assodarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assoggettabile (επίθ.)
assoggettamento (ουσ αρσ )
assoggettare (ρ. μτβ.)
assoggettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assolato (επίθ.)
assolcare (ρ. μτβ.)
assoldare (ρ. μτβ.)
assolo (αρσ. επίθ και ουσ)
assolutamente (επίρ.)
assolutezza (θηλ.ουσ)
assolutismo (ουσ αρσ )
assolutista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assolutistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---