Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [assoˈlato]

1 ηλιόλουστος
2 λιόλουστος
3 λιόχαρος
4 ηλιόχαρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assoggettarsi assolcare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assodarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assoggettabile (επίθ.)
assoggettamento (ουσ αρσ )
assoggettare (ρ. μτβ.)
assoggettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assolato (επίθ.)
assolcare (ρ. μτβ.)
assoldare (ρ. μτβ.)
assolo (αρσ. επίθ και ουσ)
assolutamente (επίρ.)
assolutezza (θηλ.ουσ)
assolutismo (ουσ αρσ )
assolutista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assolutistico (επίθ.)
assoluto (ουσ αρσ )
assoluto (επίθ.)
assolutore (ουσ αρσ )
assolutorio (επίθ.)
assoluzione (θηλ.ουσ)
assolvere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---