Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assìstere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [asˈsistere]

(a) παρακολουθώ

assìstere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈsistere]

(malato, anziano) παραστέκω, περιθάλπω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assistenziario assistito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assistentato (ουσ αρσ )
assistente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assistenza (θηλ.ουσ)
assistenziale (επίθ.)
assistenziario (ουσ αρσ )
assistere (ρ.αμτβ.)
assistere (ρ. μτβ.)
assistito (αρσ. επίθ και ουσ)
assito (ουσ αρσ )
asso (ουσ αρσ )
associabile (επίθ.)
associabilità (θηλ.ουσ)
associare (ρ. μτβ.)
associarsi (ρ. μ. αμτβ.)
associativo (επίθ.)
associato (ουσ αρσ )
associato (επίθ.)
associazione (θηλ.ουσ)
assodamento (ουσ αρσ )
assodare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---