Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assiomàtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [assjoˈmatiko]

αξιωματικός (ο του αξιώματος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assioma assiometro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assimilativo (επίθ.)
assimilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
assimilazione (θηλ.ουσ)
assiolo (ουσ αρσ )
assioma (ουσ αρσ )
assiomatico (επίθ.)
assiometro (ουσ αρσ )
Assiria (θηλ.ουσ)
assiriologia (θηλ.ουσ)
assiriologo (ουσ αρσ )
assiro (ουσ αρσ )
assiro (επίθ.)
assirobabilonese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assisa (θηλ.ουσ)
assise (θηλ.ουσ)
assiso (επίθ.)
assistentato (ουσ αρσ )
assistente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assistenza (θηλ.ουσ)
assistenziale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---