Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assideràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [assideˈrato]

1 ξεπαγιασμένος
2 παγωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assiderarsi assidersi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assicuratore (επίθ.)
assicurazione (θηλ.ουσ)
assideramento (ουσ αρσ )
assiderare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assiderarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assiderato (επίθ.)
assidersi (ρ. μ. αμτβ.)
assiduità (θηλ.ουσ)
assiduo (ουσ αρσ )
assiduo (επίθ.)
assiemaggio (ουσ αρσ )
assieme (επίρ.)
assiepamento (ουσ αρσ )
assiepare (ρ. μτβ.)
assieparsi (ρ. μ. αμτβ.)
assillante (επίθ.)
assillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assillo (ουσ αρσ )
assimilabile (επίθ.)
assimilabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---