Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assicurazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [assikuratˈtsjone]

η ασφάλεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assicuratore assideramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assicurata (θηλ.ουσ)
assicurativo (επίθ.)
assicurato (αρσ. επίθ και ουσ)
assicuratore (ουσ αρσ )
assicuratore (επίθ.)
assicurazione (θηλ.ουσ)
assideramento (ουσ αρσ )
assiderare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assiderarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assiderato (επίθ.)
assidersi (ρ. μ. αμτβ.)
assiduità (θηλ.ουσ)
assiduo (ουσ αρσ )
assiduo (επίθ.)
assiemaggio (ουσ αρσ )
assieme (επίρ.)
assiepamento (ουσ αρσ )
assiepare (ρ. μτβ.)
assieparsi (ρ. μ. αμτβ.)
assillante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---