Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


asseveratìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [asseveraˈtivo]

διαβεβαιωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  asseverare asseverazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assettato (επίθ.)
assetto (ουσ αρσ )
asseveramento (ουσ αρσ )
asseverare (ρ. μτβ.)
asseverativo (αρσ. επίθ και ουσ)
asseverazione (θηλ.ουσ)
assiale (επίθ.)
assicella (θηλ.ουσ)
assicurabile (επίθ.)
assicurare (ρ. μτβ.)
assicurarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
assicurata (θηλ.ουσ)
assicurativo (επίθ.)
assicurato (αρσ. επίθ και ουσ)
assicuratore (ουσ αρσ )
assicuratore (επίθ.)
assicurazione (θηλ.ουσ)
assideramento (ουσ αρσ )
assiderare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---