assètto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [asˈsɛtto]
1 τακτοποίηση
2 ρύθμιση
3 διαρρύθμιση
4 δομή
5 διάταξη
6 διευθέτηση
7 τάξη
8 ευπρέπεια
9 νοικοκύρεμα
10 ευταξία
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [asˈsɛtto]
1 τακτοποίηση
2 ρύθμιση
3 διαρρύθμιση
4 δομή
5 διάταξη
6 διευθέτηση
7 τάξη
8 ευπρέπεια
9 νοικοκύρεμα
10 ευταξία
permalink
assetto (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android