Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈsɛtto]

1 τακτοποίηση
2 ρύθμιση
3 διαρρύθμιση
4 δομή
5 διάταξη
6 διευθέτηση
7 τάξη
8 ευπρέπεια
9 νοικοκύρεμα
10 ευταξία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assettato asseveramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assetato (αρσ. επίθ και ουσ)
assettamento (ουσ αρσ )
assettare (ρ. μτβ.)
assettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assettato (επίθ.)
assetto (ουσ αρσ )
asseveramento (ουσ αρσ )
asseverare (ρ. μτβ.)
asseverativo (αρσ. επίθ και ουσ)
asseverazione (θηλ.ουσ)
assiale (επίθ.)
assicella (θηλ.ουσ)
assicurabile (επίθ.)
assicurare (ρ. μτβ.)
assicurarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
assicurata (θηλ.ουσ)
assicurativo (επίθ.)
assicurato (αρσ. επίθ και ουσ)
assicuratore (ουσ αρσ )
assicuratore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---