ItalianoGreco


assettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [assetˈtare]

1 κανονίζω
2 διευθετώ
3 συγυρίζω
4 τακτοποιώ
5 νοικοκυρεύω

assettàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [assetˈtarsi]

1 συγυρίζομαι
2 βολεύομαι
3 τακτοποιούμαι
4 νοικοκυρεύομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---