Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [assetˈtare]

1 κανονίζω
2 διευθετώ
3 συγυρίζω
4 τακτοποιώ
5 νοικοκυρεύω

assettàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [assetˈtarsi]

1 συγυρίζομαι
2 βολεύομαι
3 τακτοποιούμαι
4 νοικοκυρεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assettamento assettato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assestatezza (θηλ.ουσ)
assetare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assetato (αρσ. επίθ και ουσ)
assettamento (ουσ αρσ )
assettare (ρ. μτβ.)
assettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assettato (επίθ.)
assetto (ουσ αρσ )
asseveramento (ουσ αρσ )
asseverare (ρ. μτβ.)
asseverativo (αρσ. επίθ και ουσ)
asseverazione (θηλ.ουσ)
assiale (επίθ.)
assicella (θηλ.ουσ)
assicurabile (επίθ.)
assicurare (ρ. μτβ.)
assicurarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
assicurata (θηλ.ουσ)
assicurativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---