Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassettaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [assettaˈmento] 1 ρύθμιση 2 συγύρισμα 3 συμμάζεμα 4 νοικοκύρεμα 5 τακτοποίηση 6 διευθέτηση 7 ευπρεπισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |