Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόasserragliàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [asseraʎˈʎare] 1 αμπαρώνω 2 στήνω οδοφράγματα asserragliàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [asserraʎˈʎarsi] αμπαρώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |