Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόasservìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [asserˈvire] σκλαβώνω asservirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [asserˈvirsi] 1 υποδουλώνομαι 2 σκλαβώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |