Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assènso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈsɛnso]

1 έγκριση
2 συναίνεση
3 συγκατάθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assennato assentarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assembramento (ουσ αρσ )
assembrare (ρ. μτβ.)
assembrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assennatezza (θηλ.ουσ)
assennato (επίθ.)
assenso (ουσ αρσ )
assentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assente (ουσ αρσ και θηλ.)
assente (επίθ.)
assenteismo (ουσ αρσ )
assenteista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assentimento (ουσ αρσ )
assentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assenza (θηλ.ουσ)
assenzio (ουσ αρσ )
asserire (ρ. μτβ.)
asserragliamento (ουσ αρσ )
asserragliare (ρ. μτβ.)
asserragliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assertivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---