Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassembraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [assembraˈmento] 1 μεγάλο πλήθος 2 στρατιωτική επιθεώρηση 3 συνάθροιση 4 λαοθάλασσα 5 μάζα ανθρώπων 6 όχλος 7 κοσμοσυρροή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |