Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assenteìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [assenteˈista]

απουσιάζων συστηματικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assenteismo assentimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assenso (ουσ αρσ )
assentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assente (ουσ αρσ και θηλ.)
assente (επίθ.)
assenteismo (ουσ αρσ )
assenteista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assentimento (ουσ αρσ )
assentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assenza (θηλ.ουσ)
assenzio (ουσ αρσ )
asserire (ρ. μτβ.)
asserragliamento (ουσ αρσ )
asserragliare (ρ. μτβ.)
asserragliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
assertivo (επίθ.)
asserto (ουσ αρσ )
assertore (ουσ αρσ )
asservimento (ουσ αρσ )
asservire (ρ. μτβ.)
asservirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---