Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


assassinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [assassiˈnare]

1 εξοντώνω
2 σφαγιάζω
3 δολοφονώ
4 σακατεύω
5 μακελεύω
6 φονεύω
7 θανατώνω
8 σκοτώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  assaporire assassinio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
assalto (ουσ αρσ )
assaporamento (ουσ αρσ )
assaporare (ρ. μτβ.)
assaporire (ρ. μτβ.)
assassinare (ρ. μτβ.)
assassinio (ουσ αρσ )
assassino (αρσ. επίθ και ουσ)
asse (ουσ αρσ )
asse (θηλ.ουσ)
assecondare (ρ. μτβ.)
assediante (ουσ αρσ και θηλ.)
assediante (επίθ.)
assediare (ρ. μτβ.)
assediato (αρσ. επίθ και ουσ)
assedio (ουσ αρσ )
assegnabile (επίθ.)
assegnamento (ουσ αρσ )
assegnare (ρ. μτβ.)
assegnatario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---