Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόassaporìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [assapoˈrire] 1 καρυκεύω 2 προσθέτω καρυκεύματα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |